- Αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των μεγάλων αρτηριών του σώματος που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά σε όλα τα όργανα του σώματος.
- Υπέρταση σημαίνει ότι η αρτηριακή πίεση είναι σταθερά αυξημένη πάνω από τα φυσιολογικά όρια.
- Έρευνες σε διάφορες αναπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη ανάμεσά τους και στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, κ.λπ., έχουν δείξει ότι περίπου ένας στους τέσσερις ενηλίκους (25%) εμφανίζει υπέρταση. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας τα υπερτασικά άτομα ίσως πλησιάζουν τα 2.000.000.
- Η πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης αυξάνει με την ηλικία. Στους ηλικιωμένους (μετά τα 65 έτη) ένας στους δύο είναι υπερτασικός.
- Η αρτηριακή πίεση καταγράφεται με δύο αριθμούς, π.χ. 150/95. Ο μεγαλύτερος αριθμός είναι η «συστολική» πίεση που είναι γνωστή ως «μεγάλη » πίεση και ο μικρότερος η «διαστολική» ή «μικρή» πίεση. Συστολική είναι η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά συσπάται για να προωθήσει το αίμα μέσω των αρτηριών προς τα όργανα του σώματος και διαστολική όταν η καρδιά χαλαρώνει για να δεχθεί νέο αίμα.
- Η αρτηριακή πίεση μετριέται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mmHg). Γι΄αυτό από τα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα καταγράφεται π.χ. ως 140/90 mmHg (αντί για 14/9, που συνηθίζεται να αναφέρεται από το κοινό).
- Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται από τη δύναμη με την οποία η καρδιά ωθεί το αίμα και από την αντίσταση που προβάλλουν σ’ αυτή την προώθηση οι μικρές αρτηρίες. Στους νέους υπερτασικούς είναι συνήθως ισχυρότερη η δύναμη ώθησης του αίματος από την καρδιά, ενώ στους μεγαλύτερους είναι αυξημένη η αντίσταση των αρτηριών στη ροή του αίματος. Στους ηλικιωμένους υπάρχει συχνά αυξημένη συστολική πίεση με φυσιολογική ή χαμηλή τη διαστολική. Η υπέρταση αυτή, που λέγεται «μεμονωμένη συστολική» υπέρταση, είναι εξίσου επικίνδυνη ή και περισσότερο επικίνδυνη από τη διαστολική υπέρταση ή τη συστολική και διαστολική υπέρταση και οφείλεται στην σκλήρυνση των τοιχωμάτων των μεγάλων αρτηριών.
- Ο όρος «νευροπίεση» είναι λανθασμένος και παραπλανητικός, επειδή όλοι οι άνθρωποι, με υπέρταση ή χωρίς, μπορεί να έχουν αυξημένη πίεση σε συνθήκες άγχους, στενοχώριας ή πανικού. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν «νευροπίεση». Όμως υπέρταση έχουν μόνο τα άτομα που παρουσιάζουν σταθερή αύξηση της πίεσης σε συνθήκες ηρεμίας.
- Στη μεγάλη πλειονότητά τους (95%) οι υπερτασικοί εμφανίζουν τη λεγόμενη «ιδιοπαθή» υπέρταση. Πρόκειται για υπέρταση ουσιαστικά άγνωστης αιτίας που έχει σχέση κυρίως με την κληρονομικότητα (γονίδια) καθώς και με άλλους παράγοντες, όπως είναι η παχυσαρκία, η μακροχρόνια πρόσληψη αυξημένης ποσότητας αλατιού, η καθιστική ζωή, κλπ. Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε παιδιά.
- Σε άτομα με υπερτασικούς και τους δύο γονείς η πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης ξεπερνά το 70%. Σε άτομα με ένα γονιό υπερτασικό η πιθανότητα είναι περίπου 30% και σε όσους δεν έχουν υπερτασικούς γονείς περίπου 15%.
- Σε λίγες περιπτώσεις (5%) η υπέρταση οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο νόσημα (δευτεροπαθής υπέρταση), το οποίο μπορεί να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί με αποτέλεσμα την εξαφάνιση της υπέρτασης. Συχνότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι η χρόνια νεφροπάθεια, η άπνοια κατά τον ύπνο και η στένωση των νεφρικών αρτηριών. Άλλα σπάνια αίτια είναι ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα, το σύνδρομο Cushing, η στένωση του ισθμού της αορτής, κ.α.
- Έλεγχος με ειδικές εξετάσεις για τη διάγνωση της αιτίας της υπέρτασης χρειάζεται μόνο σε λίγες περιπτώσεις που επιλέγει ο γιατρός με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
- Η υπέρταση αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα. Ουσιαστικά η υπέρταση αποτελεί τον ισχυρότερο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο και έναν από τους ισχυρότερους για έμφραγμα.
- Η υπέρταση αυξάνει επίσης τον κίνδυνο για καρδιακή ανεπάρκεια, ξαφνικό θάνατο, νεφρική βλάβη, απόφραξη των αρτηριών των ποδιών, κ.α.
- Για κάθε 20 mmHg αύξησης της συστολικής πίεσης ή 10 mmHg αύξησης της διαστολικής, διπλασιάζεται ο κίνδυνος θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα. Δηλαδή, η συστολική πίεση 150 mmHg συνεπάγεται διπλάσιο κίνδυνο απ’ όσο η συστολική πίεση 130 mmHg και η διαστολική πίεση 90 mmHg διπλάσιο κίνδυνο από όσο η διαστολική 80 mmHg.
- Τόσο η συστολική όσο και η διαστολική αρτηριακή πίεση αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για καρδιαγγειακό νόσημα.
- Η άποψη ότι η διαστολική πίεση (γνωστή ως «πίεση της καρδιάς») είναι πιο σημαντική από τη συστολική είναι λανθασμένη. Ειδικά σε άτομα πάνω από 50 ετών, η συστολική πίεση είναι πολύ πιο επικίνδυνη από όσο η διαστολική.
- Η αυξημένη αρτηριακή πίεση κατά κανόνα δεν γίνεται αισθητή και δεν προκαλεί κανένα ενόχλημα. Τα ενοχλήματα, όταν υπάρχουν, οφείλονται στις επιπλοκές της, που συνήθως εμφανίζονται μετά από χρόνια. Γι’ αυτό στην Αμερική η υπέρταση είναι γνωστή ως «βουβός δολοφόνος » (silent killer).
- Ο πονοκέφαλος, η ζάλη, τα βουητά στα αυτιά, οι εξάψεις κ.λπ. δεν οφείλονται στην υπέρταση, ακόμα και όταν η πίεση είναι πολύ αυξημένη (π.χ. συστολική πάνω από 200 mmHg). Το αντίστροφο μπορεί να συμβεί: δηλαδή, η ανησυχία, λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι τα συμπτώματα οφείλονται στην αυξημένη πίεση η οποία συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο, μπορεί να ανεβάσει την πίεση.
- Οι ρινορραγίες (αιμορραγίες από τη μύτη) επίσης δεν οφείλονται στην υπέρταση. H μεγάλη αύξηση της πίεσης που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της αναστάτωσης (συχνά του πανικού) λόγω της αιμορραγίας και μειώνεται χωρίς φάρμακα μόλις ηρεμήσει ο άρρωστος.
- Η διάγνωση της υπέρτασης βασίζεται αποκλειστικά στη μέτρηση της πίεσης. Δεν υπάρχει καμιά άλλη μέθοδος ή εξέταση για την αποκάλυψη των υπερτασικών ατόμων.
- Η μέτρηση της πίεσης είναι σχετικά απλή. Χρειάζεται όμως εκπαίδευση, εξάσκηση και προσοχή στη λεπτομέρεια.
- Τόσο στα φυσιολογικά, όσο και στα υπερτασικά άτομα, η αρτηριακή πίεση μεταβάλλεται συνεχώς. Γι’ αυτό, προκειμένου να προσδιοριστεί το επίπεδο της πίεσης, συνήθως χρειάζονται πολλές μετρήσεις σε διαφορετικά στιγμιότυπα, πάντα σε συνθήκες ηρεμίας. Σε συνθήκες εκνευρισμού, φόβου, πανικού, πόνου ή μεγάλης σωματικής προσπάθειας (π.χ. τρέξιμο, σήκωμα μεγάλου βάρους, κλπ), η πίεση μπορεί να αυξηθεί πολύ – ακόμη και πάνω από 200 mmHg η συστολική. Η μέτρηση αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική της “πραγματικής” πίεσης. Αν δε συνοδεύεται από κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα δε χρειάζεται αντιμετώπιση και υποχωρεί από μόνη της λίγο αργότερα.
- Η μέτρηση της πίεσης γίνεται είτε με αυτόματο ηλεκτρονικό πιεσόμετρο, είτε με πιεσόμετρο που χρειάζεται ακουστικά (υδραργυρικό ή μεταλλικό.
- Όλα τα πιεσόμετρα μετρούν την πίεση σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (π.χ. 140/90 mmHg).
(Πηγή: Ελληνική Εταιρία Μελέτης Υπέρτασης)